- κίτρινα
- κίτρινοςof the citron-treeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κίτρινα τουρμπάνια — Ονομασία την οποία έφεραν οι οπαδοί μιας πολιτικοθρησκευτικής αίρεσης της Κίνας, των οποίων η εξέγερση, το 184 μ.Χ., σηματοδότησε την παρακμή της διεφθαρμένης δυναστείας των ανατολικών Χαν (1ος 3ος αι.). Επρόκειτο για ταοϊστικό κίνημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
πριμουλίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως… … Dictionary of Greek
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
ούλεξ — (ulex). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή πιπιλιονικών, της τάξης των χεδρωπών ή χεγκουμινωδών, με περίπου 20 είδη, που ζουν στη δυτική Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Είναι θάμνοι αγκαθωτοί με φύλλα λεπιοειδή εκτός στη βάση. Τα άνθη … Dictionary of Greek
αγριμονία — (agrimonia).Γένος φυτών με 15 είδη, που ανήκει στην κλάση δικοτυλήδονα, στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην τάξη ροδώδη και στην οικογένεια ροδίδες. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των εύκρατων χωρών, πολυετή, ποώδη, με φύλλα φτερωτά και με μεγάλα… … Dictionary of Greek
ηρανθές ή πρίμουλα — (primula). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών, με 300 είδη. Είναι πολυετείς πόες με παχύ ρίζωμα, φύλλα παράρριζα, ακέραια και ο βλαστός τους, που είναι κατακόρυφος και χωρίς φύλλα, καταλήγει σε άνθη με ωραίους χρωματισμούς. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
γιασεμί — Φυτό που ανήκει στην οικογένεια των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι ίασμος ο ευοσμότατος. Έχει λευκά άνθη με δυνατό άρωμα, από τα οποία βγαίνει το γιασεμόλαδο. Τα άνθη του σχηματίζουν επάκριους κορύμβους πάνω σε… … Dictionary of Greek